ακροβάτης


ακροβάτης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

akrobat

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ακροβάτης οι ακροβάτες
γενική του ακροβάτη των ακροβατών
αιτιατική τον ακροβάτη τους ακροβάτες
κλητική ακροβάτη ακροβάτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *