αλληλουχία


αλληλουχία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rend
sekuencë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλληλουχία
γενική της αλληλουχίας
αιτιατική την αλληλουχία
κλητική αλληλουχία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *