(επίθετο – mbiemër)
i çuditshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αλλόκοτος | αλλόκοτη | αλλόκοτο |
γενική | αλλόκοτου | αλλόκοτης | αλλόκοτου |
αιτιατική | αλλόκοτο | αλλόκοτη | αλλόκοτο |
κλητική | αλλόκοτε | αλλόκοτη | αλλόκοτο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αλλόκοτοι | αλλόκοτες | αλλόκοτα |
γενική | αλλόκοτων | αλλόκοτων | αλλόκοτων |
αιτιατική | αλλόκοτους | αλλόκοτες | αλλόκοτα |
κλητική | αλλόκοτοι | αλλόκοτες | αλλόκοτα |
[cite]