αμοιβαίος


αμοιβαίος

(επίθετο – mbiemër)

reciprok

ενικός
ονομαστική αμοιβαίος αμοιβαία αμοιβαίο
γενική αμοιβαίου αμοιβαίας αμοιβαίου
αιτιατική αμοιβαίο αμοιβαία αμοιβαίο
κλητική αμοιβαίε αμοιβαία αμοιβαίο
πληθυντικός
ονομαστική αμοιβαίοι αμοιβαίες αμοιβαία
γενική αμοιβαίων αμοιβαίων αμοιβαίων
αιτιατική αμοιβαίους αμοιβαίες αμοιβαία
κλητική αμοιβαίοι αμοιβαίες αμοιβαία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *