ανάγκη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάγκη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάγκη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) nevojë domosdoshmëri ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάγκη οι ανάγκες γενική της ανάγκης των αναγκών αιτιατική την ανάγκη τις ανάγκες κλητική ανάγκη ανάγκες [cite]