ανάγνωση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάγνωση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάγνωση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) lexim ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάγνωση οι αναγνώσεις γενική της ανάγνωσης / αναγνώσεως των αναγνώσεων αιτιατική την ανάγνωση τις αναγνώσεις κλητική ανάγνωση αναγνώσεις [cite]