ανάκριση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάκριση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάκριση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) hetim gjyqësor ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάκριση οι ανακρίσεις γενική της ανάκρισης / ανακρίσεως των ανακρίσεων αιτιατική την ανάκριση τις ανακρίσεις κλητική ανάκριση ανακρίσεις [cite]