ανάλυση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάλυση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάλυση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) analizë ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάλυση οι αναλύσεις γενική της ανάλυσης / αναλύσεως των αναλύσεων αιτιατική την ανάλυση τις αναλύσεις κλητική ανάλυση αναλύσεις [cite]