( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
mjet anastezik
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αναισθητικό | τα αναισθητικά |
γενική | του αναισθητικού | των αναισθητικών |
αιτιατική | το αναισθητικό | τα αναισθητικά |
κλητική | αναισθητικό | αναισθητικά |
[cite]