ανατροφή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανατροφή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανατροφή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) edukim ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανατροφή – γενική της ανατροφής – αιτιατική την ανατροφή – κλητική ανατροφή – [cite]