ανησυχητικός


ανησυχητικός

(επίθετο – mbiemër)

alarmues
shqetësues

ενικός
ονομαστική ανησυχητικός ανησυχητική ανησυχητικό
γενική ανησυχητικού ανησυχητικής ανησυχητικού
αιτιατική ανησυχητικό ανησυχητική ανησυχητικό
κλητική ανησυχητικέ ανησυχητική ανησυχητικό
πληθυντικός
ονομαστική ανησυχητικοί ανησυχητικές ανησυχητικά
γενική ανησυχητικών ανησυχητικών ανησυχητικών
αιτιατική ανησυχητικούς ανησυχητικές ανησυχητικά
κλητική ανησυχητικοί ανησυχητικές ανησυχητικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *