ανταγωνισμός


ανταγωνισμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

konkurrencë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ανταγωνισμός οι ανταγωνισμοί
γενική του ανταγωνισμού των ανταγωνισμών
αιτιατική τον ανταγωνισμό τους ανταγωνισμούς
κλητική ανταγωνισμέ ανταγωνισμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *