αντανάκλαση


αντανάκλαση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

reflektim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντανάκλαση οι αντανακλάσεις
γενική της αντανάκλασης / αντανακλάσεως των αντανακλάσεων
αιτιατική την αντανάκλαση τις αντανακλάσεις
κλητική αντανάκλαση αντανακλάσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *