( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
kontraceptim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αντισύλληψη | οι αντισυλλήψεις |
γενική | της αντισύλληψης / αντισυλλήψεως | των αντισυλλήψεων |
αιτιατική | την αντισύλληψη | τις αντισυλλήψεις |
κλητική | αντισύλληψη | αντισυλλήψεις |
[cite]