(επίθετο – mbiemër)
i denjë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αξιοπρεπής | αξιοπρεπής | αξιοπρεπές |
γενική | αξιοπρεπούς | αξιοπρεπούς | αξιοπρεπούς |
αιτιατική | αξιοπρεπή | αξιοπρεπή | αξιοπρεπές |
κλητική | αξιοπρεπή(ς) | αξιοπρεπής | αξιοπρεπές |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπή |
γενική | αξιοπρεπών | αξιοπρεπών | αξιοπρεπών |
αιτιατική | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπή |
κλητική | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπείς | αξιοπρεπή |
[cite]