( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
çlirim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η απελευθέρωση | οι απελευθερώσεις |
γενική | της απελευθέρωσης / απελευθερώσεως | των απελευθερώσεων |
αιτιατική | την απελευθέρωση | τις απελευθερώσεις |
κλητική | απελευθέρωση | απελευθερώσεις |
[cite]