(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
bllokim
përjashtim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο αποκλεισμός | οι αποκλεισμοί |
γενική | του αποκλεισμού | των αποκλεισμών |
αιτιατική | τον αποκλεισμό | των αποκλεισμούς |
κλητική | αποκλεισμέ | αποκλεισμοί |
[cite]