(επίθετο – mbiemër)
i paqytetëruar
i pacivilizuar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | απολίτιστος | απολίτιστη | απολίτιστο |
γενική | απολίτιστου | απολίτιστης | απολίτιστου |
αιτιατική | απολίτιστο | απολίτιστη | απολίτιστο |
κλητική | απολίτιστε | απολίτιστη | απολίτιστο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα |
γενική | απολίτιστων | απολίτιστων | απολίτιστων |
αιτιατική | απολίτιστους | απολίτιστες | απολίτιστα |
κλητική | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα |
[cite]