αρθρίτιδα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αρθρίτιδα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αρθρίτιδα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) artrit ενικός πληθυντικός ονομαστική η αρθρίτιδα οι αρθρίτιδες γενική της αρθρίτιδας των αρθρίτιδων αιτιατική την αρθρίτιδα τις αρθρίτιδες κλητική αρθρίτιδα αρθρίτιδες [cite]