(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
arkitekt
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο αρχιτέκτονας | οι αρχιτέκτονες |
γενική | του αρχιτέκτονα | των αρχιτεκτόνων |
αιτιατική | τον αρχιτέκτονα | τους αρχιτέκτονες |
κλητική | αρχιτέκτονα | αρχιτέκτονες |
[cite]