Ασπρόμαυρη


Ασπρόμαυρη

(επίθετο – mbiemër)

bardhë e zi

ενικός
ονομαστική ασπρόμαυρος ασπρόμαυρη ασπρόμαυρο
γενική ασπρόμαυρου ασπρόμαυρης ασπρόμαυρου
αιτιατική ασπρόμαυρο ασπρόμαυρη ασπρόμαυρο
κλητική ασπρόμαυρε ασπρόμαυρη ασπρόμαυρο
πληθυντικός
ονομαστική ασπρόμαυροι ασπρόμαυρες ασπρόμαυρα
γενική ασπρόμαυρων ασπρόμαυρων ασπρόμαυρων
αιτιατική ασπρόμαυρους ασπρόμαυρες ασπρόμαυρα
κλητική ασπρόμαυροι ασπρόμαυρες ασπρόμαυρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *