(επίθετο – mbiemër)
asfiksues
mbytës
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ασφυκτικός / ασφυχτικός | ασφυκτική / ασφυχτική | ασφυκτικό / ασφυχτικό |
γενική | ασφυκτικού / ασφυχτικού | ασφυκτικής / ασφυχτικής | ασφυκτικού / ασφυχτικού |
αιτιατική | ασφυκτικό / ασφυχτικό | ασφυκτική / ασφυχτική | ασφυκτικό / ασφυχτικό |
κλητική | ασφυκτικέ / ασφυχτικέ | ασφυκτική / ασφυχτική | ασφυκτικό / ασφυχτικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ασφυκτικοί / ασφυχτικοί | ασφυκτικές / ασφυχτικές | ασφυκτικά / ασφυχτικά |
γενική | ασφυκτικών / ασφυχτικών | ασφυκτικών / ασφυχτικών | ασφυκτικών / ασφυχτικών |
αιτιατική | ασφυκτικούς / ασφυχτικούς | ασφυκτικές / ασφυχτικές | ασφυκτικά / ασφυχτικά |
κλητική | ασφυκτικοί / ασφυχτικοί | ασφυκτικές / ασφυχτικές | ασφυκτικά / ασφυχτικά |
[cite]