(επίθετο – mbiemër)
atlantik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ατλαντικός | ατλαντική | ατλαντικό |
γενική | ατλαντικού | ατλαντικής | ατλαντικού |
αιτιατική | ατλαντικό | ατλαντική | ατλαντικό |
κλητική | ατλαντικέ | ατλαντική | ατλαντικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ατλαντικοί | ατλαντικές | ατλαντικά |
γενική | ατλαντικών | ατλαντικών | ατλαντικών |
αιτιατική | ατλαντικούς | ατλαντικές | ατλαντικά |
κλητική | ατλαντικοί | ατλαντικές | ατλαντικά |
[cite]