ατμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ατμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ατμός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) avull ενικός πληθυντικός ονομαστική ο ατμός οι ατμοί γενική του ατμού των ατμών αιτιατική τον ατμό τους ατμούς κλητική ατμέ ατμοί [cite]