αυτονομία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αυτονομία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αυτονομία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) autonomi ενικός πληθυντικός ονομαστική η αυτονομία οι αυτονομίες γενική της αυτονομίας των αυτονομιών αιτιατική την αυτονομία τις αυτονομίες κλητική αυτονομία αυτονομίες [cite]