αφέντης


αφέντης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

padron
pronar
mjeshtër
usta

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αφέντης οι αφέντες / αφεντάδες
γενική του αφέντη των αφεντών / αφεντάδων
αιτιατική τον αφέντη τους αφέντες / αφεντάδες
κλητική αφέντη αφέντες / αφεντάδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *