αφθονία


αφθονία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bollëk

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αφθονία οι αφθονίες
γενική της αφθονίας των αφθονιών
αιτιατική την αφθονία τις αφθονίες
κλητική αφθονία αφθονίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *