βαλίτσα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βαλίτσα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βαλίτσα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) valixhe ενικός πληθυντικός ονομαστική η βαλίτσα οι βαλίτσες γενική της βαλίτσας των βαλιτσών αιτιατική τη βαλίτσα τις βαλίτσες κλητική βαλίτσα βαλίτσες [cite]