(επίθετο – mbiemër)
afrikanoverior
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βορειοαφρικανικός | βορειοαφρικανική | βορειοαφρικανικό |
γενική | βορειοαφρικανικού | βορειοαφρικανικής | βορειοαφρικανικού |
αιτιατική | βορειοαφρικανικό | βορειοαφρικανική | βορειοαφρικανικό |
κλητική | βορειοαφρικανικέ | βορειοαφρικανική | βορειοαφρικανικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βορειοαφρικανικοί | βορειοαφρικανικές | βορειοαφρικανικά |
γενική | βορειοαφρικανικών | βορειοαφρικανικών | βορειοαφρικανικών |
αιτιατική | βορειοαφρικανικούς | βορειοαφρικανικές | βορειοαφρικανικά |
κλητική | βορειοαφρικανικοί | βορειοαφρικανικές | βορειοαφρικανικά |
[cite]