βόλτα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βόλτα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βόλτα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) udhëtim xhiro ενικός πληθυντικός ονομαστική η βόλτα οι βόλτες γενική της βόλτας των βολτών αιτιατική τη βόλτα τις βόλτες κλητική βόλτα βόλτες [cite]