βόμβα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βόμβα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βόμβα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) bombë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βόμβα οι βόμβες γενική της βόμβας των βομβών αιτιατική τη βόμβα τις βόμβες κλητική βόμβα βόμβες [cite]