βόμβα


βόμβα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bombë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βόμβα οι βόμβες
γενική της βόμβας των βομβών
αιτιατική τη βόμβα τις βόμβες
κλητική βόμβα βόμβες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *