γειτονιά


γειτονιά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lagje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η γειτονιά οι γειτονιές
γενική της γειτονιάς των γειτονιών
αιτιατική τη γειτονιά τις γειτονιές
κλητική γειτονιά γειτονιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *