φίδι


φίδι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gjarpër

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φίδι τα φίδια
γενική του φιδιού των φιδιών
αιτιατική το φίδι τα φίδια
κλητική φίδι φίδια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *