( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
i lirë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο φθηνός / φτηνός | οι φθηνοί / φτηνοί |
γενική | του φθηνού / φτηνού | των φθηνών / φτηνών |
αιτιατική | το φθηνό / φτηνό | τους φθηνούς / φτηνούς |
κλητική | φθηνέ / φτηνέ | φθηνοί / φτηνοί |
[cite]