φιλοδώρημα


φιλοδώρημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

bakshish

rryshfet

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φιλοδώρημα τα φιλοδωρήματα
γενική του φιλοδωρήματος των φιλοδωρημάτων
αιτιατική το φιλοδώρημα τα φιλοδωρήματα
κλητική φιλοδώρημα φιλοδωρήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *