φοβισμένος


φοβισμένος

(μετοχή-pjesore)

i frikësuar

ενικός
ονομαστική φοβισμένος φοβισμένη φοβισμένο
γενική φοβισμένου φοβισμένης φοβισμένου
αιτιατική φοβισμένο φοβισμένη φοβισμένο
κλητική φοβισμένε φοβισμένη φοβισμένο
πληθυντικός
ονομαστική φοβισμένοι φοβισμένες φοβισμένα
γενική φοβισμένων φοβισμένων φοβισμένων
αιτιατική φοβισμένους φοβισμένες φοβισμένα
κλητική φοβισμένοι φοβισμένες φοβισμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *