φορτίο


φορτίο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ngarkesë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φορτίο τα φορτία
γενική του φορτίου των φορτίων
αιτιατική το φορτίο τα φορτία
κλητική φορτίο φορτία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *