φρένο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φρένο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φρένο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) frenë ενικός πληθυντικός ονομαστική το φρένο τα φρένα γενική του φρένου των φρένων αιτιατική το φρένο τα φρένα κλητική φρένο φρένα [cite]