φροντίδα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φροντίδα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φροντίδα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) kujdes përkujdesje ενικός πληθυντικός ονομαστική η φροντίδα οι φροντίδες γενική της φροντίδας των φροντίδων αιτιατική τη φροντίδα τις φροντίδες κλητική φροντίδα φροντίδες [cite]