( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
hendek
kanal π.χ (άνοιξαν χαντάκι – hapën kanal)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το χαντάκι | τα χαντάκια |
γενική | του χαντακιού | των χαντακιών |
αιτιατική | το χαντάκι | τα χαντάκια |
κλητική | χαντάκι | χαντάκια |
[cite]