(επίθετο – mbiemër)
kaotik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ο χαοτικός | η χαοτική | το χαοτικό |
γενική | του χαοτικού | της χαοτικής | του χαοτικού |
αιτιατική | το χαοτικό | τη χαοτική | το χαοτικό |
κλητική | χαοτικέ | χαοτική | χαοτικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | οι χαοτικοί | οι χαοτικές | τα χαοτικά |
γενική | των χαοτικών | των χαοτικών | των χαοτικών |
αιτιατική | τους χαοτικούς | τις χαοτικές | τα χαοτικά |
κλητική | χαοτικοί | χαοτικές | χαοτικά |
[cite]