(επίθετο – mbiemër)
karizmatik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χαρισματικός | χαρισματική | χαρισματικό |
γενική | χαρισματικού | χαρισματικής | χαρισματικού |
αιτιατική | χαρισματικό | χαρισματική | χαρισματικό |
κλητική | χαρισματικέ | χαρισματική | χαρισματικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χαρισματικοί | χαρισματικές | χαρισματικά |
γενική | χαρισματικών | χαρισματικών | χαρισματικών |
αιτιατική | χαρισματικούς | χαρισματικές | χαρισματικά |
κλητική | χαρισματικοί | χαρισματικές | χαρισματικά |
[cite]