Χριστούγεννα


Χριστούγεννα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

Krishtlindje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική τα Χριστούγεννα
γενική των Χριστουγέννων
αιτιατική τα Χριστούγεννα
κλητική Χριστούγεννα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *