χώρα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χώρα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χώρα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) vend ενικός πληθυντικός ονομαστική η χώρα οι χώρες γενική της χώρας των χωρών αιτιατική τη χώρα τις χώρες κλητική χώρα χώρες [cite]