ψάρεμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψάρεμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψάρεμα.mp3 peshkim (ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) ενικός πληθυντικός ονομαστική το ψάρεμα τα ψαρέματα γενική του ψαρέματος των ψαρεμάτων αιτιατική το ψάρεμα τα ψαρέματα κλητική ψάρεμα ψαρέματα [cite]