ωοθήκη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ωοθήκη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ωοθήκη.mp3 vezore (θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική η ωοθήκη οι ωοθήκες Γενική της ωοθήκης των ωοθηκών Αιτιατική την ωοθήκη τις ωοθήκες Κλητική ωοθήκη ωοθήκες [cite]