αξιοθαύμαστος


αξιοθαύμαστος

(επίθετο – mbiemër)

i admirueshëm

ενικός
ονομαστική αξιοθαύμαστος αξιοθαύμαστη αξιοθαύμαστο
γενική αξιοθαύμαστου αξιοθαύμαστης αξιοθαύμαστου
αιτιατική αξιοθαύμαστο αξιοθαύμαστη αξιοθαύμαστο
κλητική αξιοθαύμαστε αξιοθαύμαστη αξιοθαύμαστο
πληθυντικός
ονομαστική αξιοθαύμαστοι αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστα
γενική αξιοθαύμαστων αξιοθαύμαστων αξιοθαύμαστων
αιτιατική αξιοθαύμαστους αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστα
κλητική αξιοθαύμαστοι αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *