απόσταση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απόσταση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απόσταση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) distancë ενικός πληθυντικός ονομαστική η απόσταση οι αποστάσεις γενική της απόστασης / αποστάσεως των αποστάσεων αιτιατική την απόσταση τις αποστάσεις κλητική απόσταση αποστάσεις [cite]