ασθένεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ασθένεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ασθένεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) sëmundje ενικός πληθυντικός ονομαστική η ασθένεια οι ασθένειες γενική της ασθένειας των ασθενειών αιτιατική την ασθένεια τις ασθένειες κλητική ασθένεια ασθένειες [cite]