ασβός


ασβός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vjedull

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ασβός οι ασβοί
γενική του ασβού των ασβών
αιτιατική τον ασβό τους ασβούς
κλητική ασβέ ασβοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *